τετηρημένως

τετηρημένως
τετηρημένως, Adv., ([etym.] τηρέω)
A attentively, observantly, Sch.A.R.1.296.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετηρημένως — attentively indeclform (adverb) τηρέω watch over perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”